τροπόπαυση

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source

Greek Monolingual

η, Ν
(μετεωρ.) μικρού πάχους ζώνη στην ατμόσφαιρα της Γης, που αντιπροσωπεύει τη μετάβαση από την τροπόσφαιρα στη στρατόσφαιρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tropopause < τρόπος + παύση].