Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τσακιστός

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört

Menander, Monostichoi, 221

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν τσακίζω
1. τσακισμένος, κοπανιστός («τσακιστές ελιές»)
2. διπλωμένος
3. το θηλ. ως ουσ. η τσακιστή
ναυτ. α) η δηκτή
β) ο ποδόδεσμος
4. φρ. α) «δεν έχω πεντάρα τσακιστή» ή, απλώς, «δεν έχω τσακιστή» — δεν έχω καθόλου χρήματα
β) «δεν δίνω πεντάρα τσακιστή» — δεν μέ ενδιαφέρει καθόλου.