τρυγόνι

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ γὰρ αὐθάδης οὐδ' ἐπαχθής ὁ χρηστός, οὐδ' αὐθέκαστος ἐστιν ὁ σώφρων ἀνήρ → the man of value is not arrogant or insufferable, and the wise man is not a smug

Source

Greek Monolingual

το / τρυγόνιον, ΝΜΑ τρυγών, -όνος]
νεοελλ.
1. κοινή ονομασία του περιστερόμορφου πτηνού Streptopelia turtur, μέτριου μεγέθους, με μακριές οξύληκτες φτερούγες και μικρό κεφάλι που απολήγει σε λεπτό ράμφος
2. μτφ. (για πρόσ.) βραδύνους
1