τρυγόνι
From LSJ
οὐ γὰρ αὐθάδης οὐδ' ἐπαχθής ὁ χρηστός, οὐδ' αὐθέκαστος ἐστιν ὁ σώφρων ἀνήρ → the man of value is not arrogant or insufferable, and the wise man is not a smug
οὐ γὰρ αὐθάδης οὐδ' ἐπαχθής ὁ χρηστός, οὐδ' αὐθέκαστος ἐστιν ὁ σώφρων ἀνήρ → the man of value is not arrogant or insufferable, and the wise man is not a smug
το / τρυγόνιον, ΝΜΑ τρυγών, -όνος]
νεοελλ.
1. κοινή ονομασία του περιστερόμορφου πτηνού Streptopelia turtur, μέτριου μεγέθους, με μακριές οξύληκτες φτερούγες και μικρό κεφάλι που απολήγει σε λεπτό ράμφος
2. μτφ. (για πρόσ.) βραδύνους
1