στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
η, Ντρυφερότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + κατάλ. -άδα (πρβλ. νοστιμ-άδα)].