τρυφεράδα
From LSJ
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
η, Ν
τρυφερότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + κατάλ. -άδα (πρβλ. νοστιμάδα)].