υδρόμφαλος

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450

Greek Monolingual

ο / ὑδρόμφαλος, -ον, ΝΑ
(στην αρχ. το ουδ. ως ουσ.) υγρός όγκος σχηματιζόμενος από συσσώρευση ορού στον σάκο ομφαλοκήλης ή στον υπομφάλιο συνδετικό ιστό
αρχ.
αυτός που παρουσιάζει υδρωπικία στην ομφαλική χώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + ὀμφαλός.