υδρόμφαλος
From LSJ
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
Greek Monolingual
ο / ὑδρόμφαλος, -ον, ΝΑ
(στην αρχ. το ουδ. ως ουσ.) υγρός όγκος σχηματιζόμενος από συσσώρευση ορού στον σάκο ομφαλοκήλης ή στον υπομφάλιο συνδετικό ιστό
αρχ.
αυτός που παρουσιάζει υδρωπικία στην ομφαλική χώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + ὀμφαλός.