υλόβιος

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source

Greek Monolingual

ο / ὑλόβιος, ΝΑ, και δ. γρφ. ὑλήβιος Α
νεοελλ.
ζωολ. κολεόπτερο έντομο
αρχ.
1. αυτός που ζει στα δάση ή τρέφεται από τους καρπούς του δάσους
2. στον πληθ. oἱ ὑλόβιοι
ονομασία μιας αίρεσης ερημιτών στην Ινδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -βιος (< βίος), πρβλ. θαλασσό-βιος. Ο τ. με τη νεοελλ. του σημ. είναι αντιδάνειος, πρβλ. αγγλ. hylobius].