υπεραιμία

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. αύξηση της ποσότητας του αίματος στην κυκλοφορία ενός οργάνου ή τμήματος οργάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperaemia < υπερ- + αίμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεοδ. Αφεντούλη].