υπερεξηκοντούτης
From LSJ
Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning
Greek Monolingual
ο / ὑπερεξηκοντέτης, -ες, ΝΑ
αυτός που έχει ηλικία μεγαλύτερη από εξήντα χρονών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἑξηκοντούτης, ἑξηκονταέτης.