ἑξηκοντούτης

English (LSJ)

ἑξηκοντούτες, = ἑξηκονταέτης, Pl.Lg.755a, 812b, Luc.Alex.35, Philops.5.

German (Pape)

[Seite 881] s. ἐξηκονταετής.

Russian (Dvoretsky)

ἑξηκοντούτης: Plat. стяж. к ἑξηκονταετής.

Greek (Liddell-Scott)

ἑξηκοντούτης: -ες, = ἑξηκονταέτης, Πλάτ. Νόμοι 755Α, 812Β.

Greek Monolingual

ο (θηλ. εξηκοντούτις) (AM ἑξηκοντούτης, -ες)
ηλικίας εξήντα ετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξήκοντα + -ετής, με συναίρεση].