ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged
-η, -ο, Ν
πάρα πολύ άφθονος, υπερεπαρκής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ- + άφθονος. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι].