ὑποκαύστρα

Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

English (LSJ)

ἡ,

   A the hot-air space of a hypocaust, Gloss.: written ὑποκαστρα three times in PMag.Berol.2.48, al.

German (Pape)

[Seite 1219] ἡ, ein Heerd od. Ofen, u. ein darübergelegenes Gemach, Badstube, von unten zu heizen.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκαύστρα: ἡ, ἡ κάμινος τοῦ ὑποκαύστρου, ὁ ὑποκάτωθεν τοῦ λουτρῶνος φοῦρνος, Τουρκ. «Κιουλχανές», Γλωσσ.

Spanish

hipocausto

Greek Monolingual

ἡ, Α
ο υπόγειος θάλαμος, η κάμινος του υποκαύστου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποκαίω (πρβλ. ὑπόκαυσ-ις) + κατάλ. -τρα (πρβλ. θερμάσ-τρα)].