υποθυμίαση
From LSJ
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
Greek Monolingual
η / ὑποθυμίασις, -άσεως, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑποθυμίησις, -ήσεως, Α ύποθυμιῶ
ο υποκαπνισμός
μσν.
παραγωγή καπνού με την καύση αρωματικών θυμιαμάτων.