υποστόμιο

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358

Greek Monolingual

το / ὑποστόμιον, ΝΑ
το μέρος τών ηνίων που μπαίνει στο στόμα του αλόγου
νεοελλ.
επιστόμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + στόμα (πρβλ. περι-στόμιον)].