υποστόμιο

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source

Greek Monolingual

το / ὑποστόμιον, ΝΑ
το μέρος τών ηνίων που μπαίνει στο στόμα του αλόγου
νεοελλ.
επιστόμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + στόμα (πρβλ. περιστόμιον)].