ὑπόχευμα

Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A gentle stream, soft sprinkling, v.l. in Pi.P.5.101 (pl.); ὑπὸ χεύμασιν codd. opt.

German (Pape)

[Seite 1239] τό, das Darunter- od. Dazugegossene, Pind. P. 5, 94, von Böckh getrennt geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόχευμα: ἥσυχον χύσιμον, ῥάντισμα, Πινδ. Π. 5. 135· ἀλλ’ ἡ πιθ. γραφ. εἶναι ὑπὸ χεύμασιν.

Greek Monolingual

-εύματος, τὸ, Α ὑποχέω
ράντισμα.