Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑποχέω

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποχέω Medium diacritics: ὑποχέω Low diacritics: υποχέω Capitals: ΥΠΟΧΕΩ
Transliteration A: hypochéō Transliteration B: hypocheō Transliteration C: ypocheo Beta Code: u(poxe/w

English (LSJ)

aor. ὑπέχεα, Ep. ὑπέχευα—the only form of the word used by Hom.:—
A pour into a cup placed under, pour out, Χίου (οὐχὶ Ath.cod. A) δύο κυάθους, ἀνεβόησέν τις, ὑπόχει (ὑποχεῖς Cobet) Sophil.4.3, cf. Men.8:—Med., ὑποχέασθαι πλείονας have more cups poured out, Diph. 5; ὑ.τρίτην ὕδατος μοῖραν Hp.Nat.Mul.15: metaph., οἷον βαφὴν (βαφῇ or -ῆ codd.) τῇ ῥητορικῇ τὴν φυσιολογίαν ὑποχεόμενος Plu.Per.8.
2 in Hom. only of dry things, strew or spread under, βοείας, ῥῶπας, Il. 11.843, Od.14.49, cf. 16.47:—Pass., φύλλα ὑποκεχυμένα ὑπὸ τοῖσι ποσί the leaves fallen and scattered under the feet, Hdt.7.218.
3 metaph., τῷ μὲν ἀπιστίη ὑπεκέχυτο he was secretly full of unbelief, steeped in it, Id.2.152, cf. 3.66.
II Med., pour back one's own into, πάλιν δ' ὑπεχεύατο παῖδας σπλάγχνοις Opp.H.1.740.
III Pass., to be spread beneath, as the air beneath the ether, Arist.Mu.392b6.
2 to be suffused, suffer from cataract (cf. ὑπόχυσις), of persons, Chrysipp.Stoic.2.52; τὰ τῶν ὑποχεομένων συμπτώματα Gal.6.425; ὑποχυθέντες τὰς ὄψεις Ph.2.50; τοὺς ὑποκεχυμένους καὶ ἀμβλυωποῦντας Dsc. 2.164, cf. POxy.39.9 (i A. D.); ἀρχόμενοι ὑποχεῖσθαι Dsc.2.151, cf. Cass.Pr. 19: metaph. of the mind, ὑποκεχύσθαι πολλὴν ἀχλύν Max.Tyr.16.3.

French (Bailly abrégé)

ao. ὑπέχεα, épq. ὑπέχευα, Pass. ao. ὑπεχύθην, pf. ὑποκέχυμαι;
1 verser ou répandre sous ; p. ext. étendre (une peau, un tapis, etc.) sous;
2 verser au fond de ou dans ; fig. ὑπεκέχυτό οἱ ἀπιστίη HDT le doute s'était glissé dans son cœur, càd il ne pouvait croire que;
Moy. ὑποχέομαι verser pour soi-même sous ou dans (rég. ind. au dat.).
Étymologie: ὑπό, χέω.

German (Pape)

(χέω), daruntergießen, -schütten; auch von trockenen Dingen, darunterstreuen, hinbreiten, βοείας, ῥῶπας, Il. 11.843, Od. 14.49, vgl. 16.47; φύλλα ὑποκεχυμένα ὑπὸ τοῖς ποσί, unter die Füße hingestreutes Laub, Her. 7.218. – Auch med., οἷον βαφὴν τῇ ῥητορικῇ τὴν φυσιολογίαν ὑποχεόμενος Plut. Per. 8.
Pass. übertragen, ἀπιστίη ὑπεκέχυτο αὐτῷ, im Stillen zweifelte er, Her. 2.152, und Sp.

Russian (Dvoretsky)

ὑποχέω:
1 подливать, наливать (ὀκτὼ κυάθους Men.);
2 med. подмешивать (ὑποχέεσθαι τινί τι Plut.): ἀπιστίη πολλὴ ὑπεκέχυτο τοῖσι παρεοῦσι Her. сильное недоверие охватило присутствующих;
3 подсыпать, насыпать (ῥῶπας Hom.; φύλλα ὑποκεχυμένα ὑπὸ τοῖς ποσί Her.);
4 подстилать (βοείας Hom.);
5 pass. расстилаться, простираться (ὁ ἀὴρ ὑποκέχυται Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποχέω: μέλλ. -χεῶ· ἀόρ. ὑπέχεα, Ἐπικ. ὑπέχευα ― ὅπερ εἶναιμόνος ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. τύπος. Χύνω εἰς ποτήριον τεθειμένεον ὑποκάτω, ἐγχέω, Χίου δύο κυάθους, ἀνεβόησέν τις, ὑπόχει Σώφιλ. ἐν «Παρακαταθήκῃ» 1, πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 11· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὑποχέασθαι πλείονας, πλειότερα ποτήρια, Δίφιλος ἐν «Αἱρησιτείχει» 1. 2) παρ’ Ὁμ. μόνον ἐπὶ ξηρῶν πραγμάτων, στρώνω ἢ ἁπλώνω ὑποκάτω, βοείας, ῥῶπας Ἰλ. Λ. 843, Ὀδ. Ξ. 49, πρβλ. Π. 47· φύλλα ὑποκεχυμένα ὑπὸ τοῖς ποσί, πεπτωκότα καὶ διεσκορπισμένα ὑπὸ τοὺς πόδας, Ἡρόδ. 7. 218. 3) μεταφορ., ἀπιστίῃ ὑπεκέχυτο αὐτῷ, ἐχύθη κρυφίως ἐπ’ αὐτοῦ, δηλ. κατέλαβεν αὐτόν, Ἡρόδ. 2. 152., 3. 66. ΙΙ. ἐπικαλύπτω, τινά τινι Ὀππ. Ἁλ. 1. 740. ΙΙΙ. Παθ., ἐκτείνομαι, ἐξαπλοῦμαι ὑποκάτω, ὡς ὁ ἀὴρ ὑποκάτω τοῦ αἰθέρος, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 2. 12. 2) πάσχω ἐκ καταρράκτου (πρβλ. ὑπόχυσις), εἴτε ἐπὶ προσώπων, ὑποχυθέντες τὰς ὄψεις Φίλων 2. 50· εἴτε ἐπὶ ὀφθαλμῶν, ὀφθαλμοὶ ὑποκεχυμένοι Διοσκ. 2. 194, κλπ.· ― μεταφορ., ἐπὶ τοῦ νοῦ, Μάξ. Τύρ. 16. 3.

English (Autenrieth)

aor. 1 ὑπέχευα: pour, spread, or strew underneath.

Greek Monolingual

Α χέω
1. χύνω μέσα σε δοχείο που είναι τοποθετημένο από κάτω
2. (για ξηρό πράγμα) στρώνω ή απλώνω αποκάτω («φύλλα ὑποκεχυμένα ὑπὸ τοῖς ποσί», Ηρόδ.)
3. μτφ. εμβάλλω κρυφά στην ψυχή κάποιου («ἀπιστίη ὑπεκέχυτο αὐτῷ», Ηρόδ.)
4. παθ. ὑποχέομαι
α) εκτείνομαι, εξαπλώνομαι κάτω από κάτι
β) πάσχω από καταρράχτη
γ) μτφ. (για τον νου) συσκοτίζομαι
5. φρ. «ὑποχέω τινά τινι» — επικαλύπτω κάτι με κάτι άλλο (Οππ.).

Greek Monotonic

ὑποχέω: μέλ. -χεῶ, αόρ. αʹ ὑπ-έχεα, Επικ. -έχευα — Παθ., παρακ. ὑπο-κέχυμαι· χύνω σε ποτήρι που τοποθετείται από κάτω, χύνω έξω· λέγεται για ξηρά πράγματα, στρώνω ή απλώνω από κάτω, σε Όμηρ. — Παθ., φύλλα ὑποκεχυμένα ὑπὸ τοῖς ποσί, φύλλα διασκορπισμένα κάτω από τα πόδια, σε Ηρόδ.· μεταφ., ἀπιστίη ὑπεκέχυτο αὐτῷ, δυσπιστία, καχυποψία χύθηκε κρυφά επάνω του, δηλ. τον κατέλαβε, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. -χεῶ aor1 ὑπ-έχεα epic -έχευα Pass. perf. ὑπο-κέχυμαι
to pour into a cup placed under, to pour out; of dry things, to strew or spread under, Hom.: Pass., φύλλα ὑποκεχυμένα ὑπὸ τοῖς ποσί leaves scattered under the feet, Hdt.:—metaph., ἀπιστίη ὑπεκέχυτο αὐτῷ distrust was poured secretly into him, i. e. stole over him, Hdt.