φαναρτζής

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171

Greek Monolingual

ο, Ν
1. κατασκευαστής ή επιδιορθωτής φανών, φανοποιός
2. αυτός που κατεργάζεται ή επιδιορθώνει διάφορα μεταλλικά είδη από λευκοσίδηρο, τενεκετζής
3. (ειδικά) τεχνίτης που επισκευάζει αμαξώματα αυτοκινήτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φανάρι + κατάλ. -τζής].