ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh
και ντενεκετζής, ο, Ντεχνίτης που κατασκευάζει και επιδιορθώνει σκεύη από λευκοσίδηρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. teneke-ci (βλ. και -τζής, πρβλ. σουβλατζής)].