υπογραμματέας

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known

Source

Greek Monolingual

ο / ὑπογραμματεύς, -έως, ΝΑ, και λόγιος τ. θηλ. ὑπογραμματεύς, Ν
νεοελλ.
βαθμός κατώτερου δικαστικού υπαλλήλου
αρχ.
δεύτερος γραμματέας, ιεραρχικά κατώτερος από τον πρώτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + γραμματεύς / -έας].