φεουδαρχικός

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν φεουδάρχης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φεουδαρχία ή στον φεουδάρχη
2. φρ. «φεουδαρχικό σύστημα» — η φεουδαρχία, ο φεουδαρχισμός.
επίρρ...
φεουδαρχικώς και φεουδαρχικά Ν
κατά το φεουδαρχικό σύστημα.