φεουδαρχικός
From LSJ
φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν φεουδάρχης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φεουδαρχία ή στον φεουδάρχη
2. φρ. «φεουδαρχικό σύστημα» — η φεουδαρχία, ο φεουδαρχισμός.
επίρρ...
φεουδαρχικώς και φεουδαρχικά Ν
κατά το φεουδαρχικό σύστημα.