ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea
-όλεως και -όλιδος, ὁ, ἡ, Α1. πολίτης ένδοξης πόλης2. ο ύψιστος πολίτης μιας πόλης ή, κατ' άλλους, αυτός που δοξάζει την πόλη του, την πατρίδα του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + πόλις (πρβλ. πολύ-πολις)].