φιλεύσπλαγχνος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1276] Barmherzigkeit liebend, Timario.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλεύσπλαγχνος: -ον, ὁ φιλῶν τὴν εὐσπλαγχνίαν, σφόδρα εὔσπλαγχνος, Ἰω. Ἱεροσ. ἐν βίῳ Ἰω. Δαμασκ. Actt SS. Maii τ. 2, σ. 726F, Κ. Ἀκροπολ. αὐτόθι 746D.
Greek Monolingual
-η, -ο / φιλεύσπλαγχνος, -ον, ΝΜ
ευσπλαγχνικός, φιλάνθρωπος, φιλελεήμων.
επίρρ...
φιλευσπλάγχνως Μ
με ευσπλαγχνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + εὔσπλαγχνος.