φλοίωμα
From LSJ
Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
Greek Monolingual
το, Ν
βοτ.
1. μέρος του αγγειώδους συστήματος τών φυτών, σύνθετος ιστός, αποτελούμενος από ηθμώδεις σωλήνες, που χρησιμεύει για τη μετακίνηση, σε όλα τα μέρη του φυτού, τών οργανικών ουσιών οι οποίες παράγονται στα φύλλα με τη φωτοσύνθεση
2. φρ. «πρωτογενές φλοίωμα»
βοτ. βλ. πρωτογενής.[[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phloem]].