φλοίωμα

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78

Greek Monolingual

το, Ν
βοτ.
1. μέρος του αγγειώδους συστήματος τών φυτών, σύνθετος ιστός, αποτελούμενος από ηθμώδεις σωλήνες, που χρησιμεύει για τη μετακίνηση, σε όλα τα μέρη του φυτού, τών οργανικών ουσιών οι οποίες παράγονται στα φύλλα με τη φωτοσύνθεση
2. φρ. «πρωτογενές φλοίωμα»
βοτ. βλ. πρωτογενής.[[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phloem]].