φλοίωμα

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445

Greek Monolingual

το, Ν
βοτ.
1. μέρος του αγγειώδους συστήματος τών φυτών, σύνθετος ιστός, αποτελούμενος από ηθμώδεις σωλήνες, που χρησιμεύει για τη μετακίνηση, σε όλα τα μέρη του φυτού, τών οργανικών ουσιών οι οποίες παράγονται στα φύλλα με τη φωτοσύνθεση
2. φρ. «πρωτογενές φλοίωμα»
βοτ. βλ. πρωτογενής.[[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phloem]].