φλιτζάνι
From LSJ
Greek Monolingual
και φλιντζάνι και φλυτζάνι και φιλτζάνι, το, Ν
1. μικρή κούπα με χερούλι με την οποία πίνονται τα αφεψήματα
2. συνεκδ. η ποσότητα που χωρεί σε ένα φλιτζάνι
3. φρ. «λέω το φλιτζάνι» — προλέγω το μέλλον ερμηνεύοντας τα σχήματα που έχουν διαμορφωθεί στο εσωτερικό φλιτζανιού από το κατακάθι του καφέ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. filcan].