φλιτζάνι

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source

Greek Monolingual

και φλιντζάνι και φλυτζάνι και φιλτζάνι, το, Ν
1. μικρή κούπα με χερούλι με την οποία πίνονται τα αφεψήματα
2. συνεκδ. η ποσότητα που χωρεί σε ένα φλιτζάνι
3. φρ. «λέω το φλιτζάνι» — προλέγω το μέλλον ερμηνεύοντας τα σχήματα που έχουν διαμορφωθεί στο εσωτερικό φλιτζανιού από το κατακάθι του καφέ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. filcan].