φρυγανεΐδες
From LSJ
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
Greek Monolingual
οι, Ν
ζωολ. οικογένεια τριχόπτερων εντόμων, με τυπικό το γένος φρύγανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phryganeidae].