φρυγανεΐδες
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
Greek Monolingual
οι, Ν
ζωολ. οικογένεια τριχόπτερων εντόμων, με τυπικό το γένος φρύγανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phryganeidae].