φωναχτός
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν φωνάζω
1. αυτός που λέγεται μεγαλόφωνα
2. μτφ. αυτός που τά λέει όλα, αποκαλυπτικός.
επίρρ...
φωναχτά Ν
με δυνατή φωνή, μεγαλόφωνα.
-ή, -ό, Ν φωνάζω
1. αυτός που λέγεται μεγαλόφωνα
2. μτφ. αυτός που τά λέει όλα, αποκαλυπτικός.
επίρρ...
φωναχτά Ν
με δυνατή φωνή, μεγαλόφωνα.