φωτότυπο

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
(φωτογρ.) ορατή και σταθερή φωτογραφική εικόνα, αρνητική ή θετική, παραγόμενη ύστερα από φωτογράφηση και επεξεργασία φωτοπαθούς γαλακτώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)- + -τυπο, ουδ. του -τυπος (< τύπος), πρβλ. στιγμιό-τυπο].