χάλαβρο

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

το, Ν
σωρός από βράχια που κατρακύλησαν από βουνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. χαλαβρός, παρλλ. του επιθ. χαλαρός (βλ. και λ. χάρβαλο)].