χειροπιαστός
From LSJ
τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
Greek Monolingual
και χεροπιαστός, -ή, -ό, Ν
1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να πιάσει, να αγγίξει με τα χέρια, απτός, συγκεκριμένος, σε αντιδιαστολή προς τον φανταστικό, τον ιδεατό
2. ολοφάνερος, σαφέστατος (α. «χειροπιαστή πραγματικότητα» β. «χειροπιαστό παράδειγμα δωροδοκίας»).
επίρρ...
χειροπιαστά Ν
1. με χειροπιαστό τρόπο, απτά
2. ολοφάνερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + πιάνω].