χηραιότης

Revision as of 13:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A widowhood, PMasp.5.23, al. (vi A. D.).

Greek Monolingual

-ότητος, ἡ, Α
η κατάσταση της χηρείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χήρα, μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. χηραῖος, κατά το γεραιότης].