χιροπόδης

From LSJ
Revision as of 13:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66

German (Pape)

[Seite 1357] ὁ, u. χιρόπους, ποδος, ὁ, ἡ, πουν, τό, = χειρόπους, χειροπόδης, aufgeborstene Füße habend, Hesych.

Greek Monolingual

και χειροπόδης, ὁ, Α
αυτός που έχει πόδια γεμάτα ραγάδες, με πολλά σκασίματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιράς / χειράς + -πόδης (< πούς, ποδός)], πρβλ. ξυλο-πόδης].