χλωροφάγος
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A eating green food, Hp.Vict.2.49.
Greek (Liddell-Scott)
χλωροφάγος: [ᾰ], -ον, ὁ ἐσθίων χλωρὰν τροφήν, χλόην, ἄν συμπατήσῃ φυτουργὸς τὴν χλωροφάγον κάμπην Μανασσ. κατὰ Ἀρίστανδρ. κ. Καλλιθέαν Δ΄, 53· - χλωροφᾰγέω, = χλωράζω, Ἱππιατρ. σ. 41, 17.
Greek Monolingual
-ον, Μ
αυτός που τρώει χλωρή τροφή, χλωρό χορτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο)- + -φάγος].