χοντρόσωμος

Revision as of 13:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και χονδρόσωμος, -η, -ο, Ν
άτομο με ογκώδες σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο)- / χονδρ(ο) + -σωμoς (< σώμα), πρβλ. μικρό-σωμος. Ο τ. χονδρόσωμος μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].