ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
-άω, Ν1. χορεύω αναπηδώντας2. αναπηδώ ζωηρά ή με ρυθμό, ιδίως από χαρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + πηδώ].