χόρτο
From LSJ
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
Greek Monolingual
το / χόρτον, ΝΜΑ
κάθε χαμηλό και ποώδες φυτό, αυτοφυές ή σπειρόμενο, χορτάρι, χλόη
νεοελλ.
1. φυτό, νωπό ή ξερό, που χρησιμεύει για ζωοτροφή
2. (ιδιωμ. τ.) χασίς
3. στον πληθ. τα χόρτα
α) εδώδιμα φυτά, χορταρικά
β) τόπος καλυμμένος από χόρτα («καθίσαμε στα χόρτα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του χόρτος, κατά τα ουδ., αναλογικά προς τα λάχανο, φυτό].