χόρτο

From LSJ
Revision as of 13:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542

Greek Monolingual

το / χόρτον, ΝΜΑ
κάθε χαμηλό και ποώδες φυτό, αυτοφυές ή σπειρόμενο, χορτάρι, χλόη
νεοελλ.
1. φυτό, νωπό ή ξερό, που χρησιμεύει για ζωοτροφή
2. (ιδιωμ. τ.) χασίς
3. στον πληθ. τα χόρτα
α) εδώδιμα φυτά, χορταρικά
β) τόπος καλυμμένος από χόρτα («καθίσαμε στα χόρτα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του χόρτος, κατά τα ουδ., αναλογικά προς τα λάχανο, φυτό].