χασίς
From LSJ
και χασίσι, το, Ν
άκλ.
1. βοτ. κοινή ονομασία του φυτού της ινδικής κάνναβης
2. ιατρ. περιληπτική ονομασία διαφόρων ναρκωτικών παρασκευασμάτων, που λαμβάνονται από το παραπάνω φυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. haşiş. Η λ., στον λόγιο τ. χασίσιον, μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].