ζωοτροφή

From LSJ

πεσούσης νυκτός, πάσα γυνὴ Λαΐς εστί → at nightfall, every woman is a Laïs | all cats are gray at night | all cats are gray by night | all cats are gray in the dark | all cats are grey at night | all cats are grey by night | all cats are grey in the dark | all women look the same with the lights off | when lights are out all women look the same

Source

Greek Monolingual

η (Μ ζωοτροφή)
η τροφή, τα τρόφιμα, τα αναγκαία για τη συντήρηση του ανθρώπου, η ζωοτροφία
νεοελλ.
στον πληθ. οι ζωοτροφές
τροφικές ύλες που είτε καλλιεργούνται είτε παρασκευάζονται βιομηχανικώς για την εκτροφή ζώων και πουλερικών
μσν.
τα προς το ζην, τα μέσα συντηρήσεως.