ζωοτροφή

From LSJ

Κύριος εἶπεν πρὸς μέ Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε → the Lord said to me, My son you are; today I have begotten you

Source

Greek Monolingual

η (Μ ζωοτροφή)
η τροφή, τα τρόφιμα, τα αναγκαία για τη συντήρηση του ανθρώπου, η ζωοτροφία
νεοελλ.
στον πληθ. οι ζωοτροφές
τροφικές ύλες που είτε καλλιεργούνται είτε παρασκευάζονται βιομηχανικώς για την εκτροφή ζώων και πουλερικών
μσν.
τα προς το ζην, τα μέσα συντηρήσεως.