blockade
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English > Greek (Woodhouse)
v. trans.
By land: Ar. and P. ἀποτειχίζειν, P. περιτειχίζειν, τειχήρη ποιεῖν.
By sea: P. περιορμεῖν, ἐφορμεῖν (dat.).
besiege: Ar. and P. πολιορκεῖν, P. προσκαθῆσθαι, περικαθῆσθαι; see besiege.
subs.
By a wall: P. περιτείχισις, ἡ, ἀποτείχισις, ἡ.
By sea: P. ἐφόρμησις, ἡ, ἔφορμος, ὁ.
Siege: P. πολιορκία, ἡ.
Keeping watch: P. and V. φυλακή, ἡ.
Block-ading lines, circumvallation: P. ἀποτείχισμα, τό, περιτείχισμα, τό.