blockade
From LSJ
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
by land: Ar. and P. ἀποτειχίζειν, P. περιτειχίζειν, τειχήρη ποιεῖν.
by sea: P. περιορμεῖν, ἐφορμεῖν (dat.).
besiege: Ar. and P. πολιορκεῖν, P. προσκαθῆσθαι, περικαθῆσθαι; see besiege.
substantive
by a wall: P. περιτείχισις, ἡ, ἀποτείχισις, ἡ.
by sea: P. ἐφόρμησις, ἡ, ἔφορμος, ὁ.
keeping watch: P. and V. φυλακή, ἡ.
block-ading lines, circumvallation: P. ἀποτείχισμα, τό, περιτείχισμα, τό.