Καϊνίτες
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
Greek Monolingual
και Καϊνιστές, οι (Α Καϊνῑται και Καϊνισταί και Καϊανισταί και Καϊανοί και Καϊνοί)
οπαδοί της αίρεσης τών Γνωστικών του 2ου και 3ου μ.Χ. αιώνα, οι οποίοι τιμούσαν τον Κάιν ως όργανο σοφίας και εχθρό του Δημιουργού και τον Ιούδα τον Ισκαριώτη ως ευεργέτη του ανθρώπινου γένους και ως γνώστη της αλήθειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Κάιν + κατάλ. -ίτης, πρβλ. Ισραηλ-ίτης, σταλακτ-ίτης].