αεριοφωτισμός

Revision as of 08:50, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ο
φωτισμός με φωταέριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αεριο + φωτισμός
απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. gas-lighting].