αεροναύτης

From LSJ
Revision as of 10:10, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296

Greek Monolingual

ο
μέλος του πληρώματος αερόπλοιου ή σφαιρικού αερόστατου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αέρας + ναύτης, πρβλ. γαλλ. aeronaute].