αερομοντελισμός

From LSJ
Revision as of 10:10, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

ο (Αθλ.)
το αεράθλημα ή το χόμπυ που συνδέεται με την κατασκευή αερομοντέλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθετο, απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. aeromodelisme].