αμυγδαλίτιδα
From LSJ
τότ' ἦν ἐγώ σοι πάνθ', ὅτε φαύλως ἔπραττες → At the time you were doing badly, I used to be everything for you (Menander, Woman of Samos 380)
τότ' ἦν ἐγώ σοι πάνθ', ὅτε φαύλως ἔπραττες → At the time you were doing badly, I used to be everything for you (Menander, Woman of Samos 380)
η Ιατρ.
μικροβιακή φλεγμονή των (παρίσθμιων) αμυγδαλών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < amygdalitis, νεολατιν. επιστημον. όρος < νεολατιν. amygdala (πρβλ. αμυγδαλή) + νεολατιν. κατάλ. -itis (πρβλ. -ίτιδα)].