αμυλάσες

From LSJ
Revision as of 10:40, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193

Greek Monolingual

οι βιοχ.
κατηγορία ενζύμων (υδρολασών) που μετατρέπουν το άμυλο και το γλυκογόνο (ζωικό άμυλο) στα σάκχαρα μαλτόζη και γλυκόζη κατά τη διαδικασία της πέψης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άμυλο(ν) + κατάλ. -άσες, πληθ. του -άση, πρβλ. αγγλ. amylase(s)].