ακροθαλασσίτης
From LSJ
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
Greek Monolingual
-ισσα, -ικο
ο ακρογιαλίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. ακροθαλασσιά ή ακροθάλασσα
πρβλ. επίσης Μαύρη Θάλασσα: Μαυροθαλασσίτης].