ακροθαλασσίτης

From LSJ
Revision as of 10:50, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383

Greek Monolingual

-ισσα, -ικο
ο ακρογιαλίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. ακροθαλασσιά ή ακροθάλασσα
πρβλ. επίσης Μαύρη Θάλασσα: Μαυροθαλασσίτης].