αρρενωπός

From LSJ
Revision as of 11:05, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξένον ἀδικήσῃς μηδέποτε καιρὸν λαβών → Occasione laedito nulla hospitem → Tu keinem Fremden Unrecht trotz Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 397

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀρρενωπός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει ανδρική εμφάνιση
2. επίρρ. ἀρρενωπῶς
θαρραλέα, σταθερά
αρχ.
(για πράγματα) αυτός που αρμόζει σε άνδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, -ενος + -ωπος < -ωψ, -ωπος < ωψ, ωπός «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. οψ, οπός (πρβλ. αγριωπός, αντωπός)].